πέπονθ'

πέπονθ'
πέπονθα , πάσχω
have
perf ind act 1st sg
πέπονθε , πάσχω
have
perf imperat act 2nd sg
πέπονθε , πάσχω
have
perf ind act 3rd sg
πέπονται , πίνω
Aër.
perf ind mp 3rd pl
πέποντο , πίνω
Aër.
plup ind mp 3rd pl (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υπερβατός — ή, ό / ὑπερβατός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑπερβαίνω] 1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να υπερβεί, να ξεπεράσει 2. το ουδ. ως ουσ. το υπερβατό και τὸ ὑπερβατὸν (γραμμ. ρητ.) σχήμα λόγου κατά το οποίο δύο λέξεις τής πρότασης, οι οποίες συνδέονται στενά ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”